κερδαλέας

κερδαλέας
κερδαλέᾱς , κερδαλέος
crafty
fem acc pl
κερδαλέᾱς , κερδαλέος
crafty
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εμπορία — η (Α εμπορία και ιων. τ. έμπορίη) 1. εμπόριο (ιδίως μέσω τής θάλασσας), συναλλαγές, δοσοληψίες 2. η άσκηση τού εμπορικού επαγγέλματος, η τέχνη ή η εργασία τού εμπόρου αρχ. 1. εντολή, παραγγελία εμπορική 2. εμπόρευμα, πραμάτεια 3. στον πληθ.… …   Dictionary of Greek

  • κερδαλέος — α, ο (Α κερδαλέος, α, ον, θηλ. και κερδαλέη και κερδαλή) [κέρδος] αυτός που αποφέρει κέρδος, επωφελής, επικερδής («τὰς τ ἐμπορίας, τὰς κερδαλέας πρός τόν μάντιν κατεροῡσιν». Αριστοφ.) αρχ. 1. δόλιος, πανούργος, πονηρός, κατεργάρης («κερδαλέος κ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”